μεγιστοβάθμιος

μεγιστοβάθμιος
-α, -ο
(για θερμόμετρα) αυτό που είναι κατασκευασμένο έτσι ώστε να εξακολουθεί να δείχνει τον μεγαλύτερο βαθμό στον οποίο έφτασε η θερμοκρασία και μετά την πτώση της.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέγιστος + -βάθμιος (< βαθμός), πρβλ. αριστο-βάθμιος. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στον Δημ. Αιγινίτη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”